Λοξότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: λοξότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheef, skew, scheve, schuine, schuin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοξότητα
λοξότητα κατανομής, θετική λοξότητα, λοξότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λοξότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λοξοκοιτάζω στα ολλανδικά - scheelzien, loensen, loxokoitazo
- λοξός στα ολλανδικά - scheef, indirect, schuin, schuine, scheve, oblique
- λουκάνικο στα ολλανδικά - beuling, worst, worstjes, sausage, worsten, worst van
- λουλουδάτος στα ολλανδικά - sprigged
Τυχαίες λέξεις
Λοξότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: scheef, skew, scheve, schuine, schuin
Μεταφράσεις: scheef, skew, scheve, schuine, schuin