Μέσο στα ισλανδικά
Μετάφραση: μέσο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leið, þýðir, leið til, leiðir, leiðir til
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέσο
μέσο ύψος ελλήνων, μέσο εισόδημα ελλήνων, μέσο επιτόκιο αγοράς, μέσο άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, μέσο αυτί, μέσο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μέσο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μέσα στα ισλανδικά - inni, innan, í, undir
- μέση στα ισλανδικά - mitti, lendar
- μέσον στα ισλανδικά - miðlungs, miðill, meðalstór, miðli, meðallangs
- μέσος στα ισλανδικά - meðaltal, meðaltali, Meðaltal, Meðaleinkunn, hverfis, að meðaltali
Τυχαίες λέξεις
Μέσο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: leið, þýðir, leið til, leiðir, leiðir til
Μεταφράσεις: leið, þýðir, leið til, leiðir, leiðir til