Μέσο στα ουγγρικά
Μετάφραση: μέσο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eszköz, eszközök, eszközökkel, segítségével, eszközöket
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέσο
μέσο ύψος ελλήνων, μέσο εισόδημα ελλήνων, μέσο επιτόκιο αγοράς, μέσο άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, μέσο αυτί, μέσο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μέσο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- μέσα στα ουγγρικά - dutyiban, belül, belüli, keretében, tartozó
- μέση στα ουγγρικά - hajóközép, ingváll, közép, derék, derekát, dereka, deréktól, ...
- μέσον στα ουγγρικά - közeg, közepes, közép-, közegben, közép
- μέσος στα ουγγρικά - átlagos, átlagérték, átlagosan, átlag, átlaga, Átlagban
Τυχαίες λέξεις
Μέσο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: eszköz, eszközök, eszközökkel, segítségével, eszközöket
Μεταφράσεις: eszköz, eszközök, eszközökkel, segítségével, eszközöket