Μέσο στα ολλανδικά
Μετάφραση: μέσο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trant, werktuig, middel, wijze, manier, middelen, behulp, via
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέσο
μέσο ύψος ελλήνων, μέσο εισόδημα ελλήνων, μέσο επιτόκιο αγοράς, μέσο άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, μέσο αυτί, μέσο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μέσο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μέσα στα ολλανδικά - intern, binnen, binnenste, inwendig, te, daarbinnen, binnenlands, ...
- μέση στα ολλανδικά - middelmaat, leest, midden, gemiddeld, taille, binnenste, middelpunt, ...
- μέσον στα ολλανδικά - wijze, middel, trant, gemiddeld, werktuig, medium, manier, ...
- μέσος στα ολλανδικά - medium, gemiddeld, middelbaar, gemiddelde, de gemiddelde, average, het gemiddelde
Τυχαίες λέξεις
Μέσο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: trant, werktuig, middel, wijze, manier, middelen, behulp, via
Μεταφράσεις: trant, werktuig, middel, wijze, manier, middelen, behulp, via