Μονός στα ισλανδικά

Μετάφραση: μονός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einhleypur, einfalt, hrufóttur, kynlegur, einkennilegur, einstakur, einstaka, ankannalegur, einn, eitt, einum, ein, einstaklings
Μονός στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονός

μονός αριθμός τριαντάφυλλων, μονός δισκοβραχίονας, μονός κόμπος γραβάτας, μονός διακορευτής, μονός αριθμός, μονός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μονός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • μοντέρνος στα ισλανδικά - nútíðar-, nútíma, nútímalegt, nútímaleg, nútímalega, nútímans
  • μονόκλινος στα ισλανδικά - einstaka, einfalt, einstakur, einhleypur, einn, eitt, einum, ...
  • μονότονος στα ισλανδικά - eintóna, einhæf, einsleitni, lítið er vitað, fyrir einsleitni
  • μορφάζω στα ισλανδικά - grimace
Τυχαίες λέξεις
Μονός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: einhleypur, einfalt, hrufóttur, kynlegur, einkennilegur, einstakur, einstaka, ankannalegur, einn, eitt, einum, ein, einstaklings