Πραγματικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: πραγματικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sannur, raunverulegur, ekta, alvöru, raunveruleg, raunverulegt, raunverulega
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πραγματικός
πραγματικός πληθυσμός 2001, πραγματικός πληθυσμός, πραγματικός χάρτης αεροπλάνων, πραγματικός δικαιούχος, πραγματικός χρόνος αεροπλάνων, πραγματικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πραγματικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πραγματεία στα ισλανδικά - ritgerð
- πραγματικά στα ισλανδικά - raunverulega, virkilega, raun, í raun, mjög
- πραγματογνωμοσύνη στα ισλανδικά - sérþekkingu, sérþekking, þekkingu, sérfræðiþekkingu, þekking
- πραγματοποίηση στα ισλανδικά - framkvæmd, átta sig, innlausn
Τυχαίες λέξεις
Πραγματικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sannur, raunverulegur, ekta, alvöru, raunveruleg, raunverulegt, raunverulega
Μεταφράσεις: sannur, raunverulegur, ekta, alvöru, raunveruleg, raunverulegt, raunverulega