Πραγματικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: πραγματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
feitelijk, echt, heel, reëel, effectief, werkelijk, erg, zeer, terdege, daadwerkelijk, eigenlijk, waar, echte, real
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πραγματικός
πραγματικός πληθυσμός 2001, πραγματικός πληθυσμός, πραγματικός χάρτης αεροπλάνων, πραγματικός δικαιούχος, πραγματικός χρόνος αεροπλάνων, πραγματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πραγματικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πραγματεία στα ολλανδικά - verhandeling, traktaat, beschouwing, tractaat, geschrift
- πραγματικά στα ολλανδικά - waarachtig, inderdaad, echt, metterdaad, heus, werkelijk, erg, ...
- πραγματογνωμοσύνη στα ολλανδικά - vaardigheid, handigheid, bedrevenheid, vlugheid, slag, expertise, deskundigheid, ...
- πραγματοποίηση στα ολλανδικά - realisatie, besef, verwezenlijking, realiseren, uitvoering
Τυχαίες λέξεις
Πραγματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: feitelijk, echt, heel, reëel, effectief, werkelijk, erg, zeer, terdege, daadwerkelijk, eigenlijk, waar, echte, real
Μεταφράσεις: feitelijk, echt, heel, reëel, effectief, werkelijk, erg, zeer, terdege, daadwerkelijk, eigenlijk, waar, echte, real