Στέγαση στα ισλανδικά

Μετάφραση: στέγαση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðbúnaður, húsrúm, húsnæði, húsnæðis, húsnæðismarkaði, hús, húsnæðisbréf
Στέγαση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέγαση

στέγαση βεράντας, στέγαση αστέγων, στέγαση συνώνυμα, ακίνητα στέγαση, στέγαση σε οικισμό στέγασης εκτοπισθέντων, στέγαση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στέγαση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • στάσιμος στα ισλανδικά - kyrrstöðu, kyrrstætt, í kyrrstöðu, kyrrstæður, kyrr
  • στάχτη στα ισλανδικά - aska, eski, gjall
  • στέγνωμα στα ισλανδικά - þurr, þurrt, þurrum, þorna, þurru
  • στέκα στα ισλανδικά - bending, ballinn, hvíta
Τυχαίες λέξεις
Στέγαση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: aðbúnaður, húsrúm, húsnæði, húsnæðis, húsnæðismarkaði, hús, húsnæðisbréf