Σφράγισμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: σφράγισμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fylla, fyllingu, Fyllingin, að fylla, fylling
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφράγισμα
σφράγισμα επιταγών, σφράγισμα δοντιού και εγκυμοσύνη, σφράγισμα με laser, σφράγισμα δοντιού, σφράγισμα τιμή, σφράγισμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σφράγισμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σφουγγαρίζω στα ισλανδικά - mop
- σφουγγαρίστρα στα ισλανδικά - mop
- σφρίγος στα ισλανδικά - þróttur, Vigor, kraft
- σφραγίδα στα ισλανδικά - stimpill, frímerki, stimpil, stapp, stimpill ll
Τυχαίες λέξεις
Σφράγισμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fylla, fyllingu, Fyllingin, að fylla, fylling
Μεταφράσεις: fylla, fyllingu, Fyllingin, að fylla, fylling