Σφράγισμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: σφράγισμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vulling, vullen, het vullen, vullend, vul-
Σφράγισμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφράγισμα

σφράγισμα επιταγών, σφράγισμα δοντιού και εγκυμοσύνη, σφράγισμα με laser, σφράγισμα δοντιού, σφράγισμα τιμή, σφράγισμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σφράγισμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σφουγγαρίζω στα ολλανδικά - dweilen, zwabber, mop, dweil
  • σφουγγαρίστρα στα ολλανδικά - dweilen, zwabber, mop, dweil
  • σφρίγος στα ολλανδικά - kracht, energie, groeikracht, vitaliteit, daadkracht
  • σφραγίδα στα ολλανδικά - zwaard, degen, brandmerk, postzegel, stamp, stempel, zegel
Τυχαίες λέξεις
Σφράγισμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vulling, vullen, het vullen, vullend, vul-