Ταπείνωση στα ισλανδικά
Μετάφραση: ταπείνωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
niðurlæging, niðurlægingu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταπείνωση
ταπείνωση ορισμος, ταπείνωση σημείου πήξεως, ταπείνωση συνώνυμα, ταπείνωση και αγάπη, ταπείνωση του σημείου πήξεωσ, ταπείνωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ταπείνωση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ταξινομώ στα ισλανδικά - raða, konar, tegund, flokka, eins konar
- ταξινόμηση στα ισλανδικά - flokkun, Classification, Flokkunin, flokka, Flokkur
- ταπεινοφροσύνη στα ισλανδικά - auðmýkt, Hógværð, Laun auðmýktar, Auðmýktin
- ταπεινός στα ισλανδικά - lítillátur
Τυχαίες λέξεις
Ταπείνωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: niðurlæging, niðurlægingu
Μεταφράσεις: niðurlæging, niðurlægingu