Φτώχεια στα ισλανδικά
Μετάφραση: φτώχεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fátækt, fátæktar, fátæktin, sem fátækt, að fátækt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φτώχεια
φτώχεια έκθεση, φτώχεια κοινωνικός αποκλεισμός και παιδική ηλικία, φτώχεια αίτια, φτώχεια ελλάδα, φτώχεια έρως και κομπίνα, φτώχεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, φτώχεια στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- φτωχός στα ισλανδικά - fátækur, léleg, fátækum, fátæku, lélegur
- φτύνω στα ισλανδικά - skyrpa, hósta upp, hóstar upp, hósti upp, að hósta upp
- φυγάς στα ισλανδικά - flóttamaður, óekta, Fugitive, Landflótta, dreifða, flótta
- φυγή στα ισλανδικά - flug, flótti, flugi, flugið, Dohop, Dohop er
Τυχαίες λέξεις
Φτώχεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fátækt, fátæktar, fátæktin, sem fátækt, að fátækt
Μεταφράσεις: fátækt, fátæktar, fátæktin, sem fátækt, að fátækt