Φτώχεια στα ολλανδικά
Μετάφραση: φτώχεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
armoede, de armoede, van armoede, armoede te, armoedegrens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φτώχεια
φτώχεια έκθεση, φτώχεια κοινωνικός αποκλεισμός και παιδική ηλικία, φτώχεια αίτια, φτώχεια ελλάδα, φτώχεια έρως και κομπίνα, φτώχεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φτώχεια στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φτωχός στα ολλανδικά - schraal, zielig, schamel, beklagenswaardig, zwak, stumperig, armoedig, ...
- φτύνω στα ολλανδικά - spuwen, spuug, spugen, speeksel, rochelen, zever, ophoesten, ...
- φυγάς στα ολλανδικά - onwettig, kortstondig, vluchteling, misdadiger, voortvluchtig, diffuse, voortvluchtige
- φυγή στα ολλανδικά - zwerm, vliegtocht, ontsnapping, baan, vlucht, kogelbaan, vlucht te, ...
Τυχαίες λέξεις
Φτώχεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: armoede, de armoede, van armoede, armoede te, armoedegrens
Μεταφράσεις: armoede, de armoede, van armoede, armoede te, armoedegrens