Ανερχόμενος στα ιταλικά

Μετάφραση: ανερχόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imminente, prossimo, prossima, cui è decisivo, in cui è decisivo
Ανερχόμενος στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανερχόμενος

ανερχόμενος όρχις, ανερχόμενος translation, ανερχόμενος συνώνυμα, ανερχόμενος λεξικό, ανερχόμενος ετυμολογια, ανερχόμενος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανερχόμενος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανεργία στα ιταλικά - disoccupazione, di disoccupazione, la disoccupazione, della disoccupazione, tasso di disoccupazione
  • ανερμάτιστος στα ιταλικά - volubile, anermatistos
  • ανεφοδιάζω στα ιταλικά - riempire, integrare, anefodiazo
  • ανεύθυνος στα ιταλικά - irresponsabile, irresponsabili, incosciente
Τυχαίες λέξεις
Ανερχόμενος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: imminente, prossimo, prossima, cui è decisivo, in cui è decisivo