Ανερχόμενος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανερχόμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
próximo, próxima, próximas, futura, próximos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανερχόμενος
ανερχόμενος όρχις, ανερχόμενος translation, ανερχόμενος συνώνυμα, ανερχόμενος λεξικό, ανερχόμενος ετυμολογια, ανερχόμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανερχόμενος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανεργία στα πορτογαλικά - desempregados, desemprego, de desemprego, o desemprego, do desemprego, desemprego de
- ανερμάτιστος στα πορτογαλικά - anermatistos
- ανεφοδιάζω στα πορτογαλικά - anefodiazo
- ανεύθυνος στα πορτογαλικά - irresponsável, irresponsáveis, irresponsabilidade, irresponsible
Τυχαίες λέξεις
Ανερχόμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: próximo, próxima, próximas, futura, próximos
Μεταφράσεις: próximo, próxima, próximas, futura, próximos