Καταφεύγω στα ιταλικά
Μετάφραση: καταφεύγω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riparo, rifugio, ricoverare, ricovero, località, Resort, stazione, villaggio, ricorso
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταφεύγω
καταφεύγω αγγλικά, καταφεύγω english, καταφεύγω στα αγγλικά, καταφεύγω αρχικοί χρόνοι, καταφεύγω συνώνυμο, καταφεύγω λεξικό γλώσσας ιταλικά, καταφεύγω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καταφανής στα ιταλικά - evidente, vistoso, cospicuo, cospicua, visibile, ben visibile
- καταφατικός στα ιταλικά - affermativa, affermativo, affermativamente, positiva, senso affermativo
- καταφορά στα ιταλικά - animosità, pieno, gravido, carico, denso, irto
- καταφρόνια στα ιταλικά - disprezzare, spregiare, vilipendio, dispregio, spregio, disprezzo, il disprezzo, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταφεύγω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: riparo, rifugio, ricoverare, ricovero, località, Resort, stazione, villaggio, ricorso
Μεταφράσεις: riparo, rifugio, ricoverare, ricovero, località, Resort, stazione, villaggio, ricorso