Περιπλέκω στα ιταλικά

Μετάφραση: περιπλέκω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
complicare, imbarazzare, Perplex, perplesso, perplessi, di Perplex
Περιπλέκω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιπλέκω

περιπλέκω συνώνυμα, περιπλέκω λεξικό γλώσσας ιταλικά, περιπλέκω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • περιπατητής στα ιταλικά - camminatore, Walker, girello, deambulatore, escursionista
  • περιπατητικός στα ιταλικά - ambulatorio, deambulatorio, ambulatoriale, ambulatoriali, ambulacro
  • περιπλανιέμαι στα ιταλικά - girovagare, aggirarsi, vagare, vagabondare, girare, vagare per
  • περιπλοκή στα ιταλικά - complicazione, complicanza, complicazioni, complicanze, di complicanze
Τυχαίες λέξεις
Περιπλέκω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: complicare, imbarazzare, Perplex, perplesso, perplessi, di Perplex