Ωτακουστώ στα ιταλικά
Μετάφραση: ωτακουστώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
origliare, udire, overhear, udire per caso
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωτακουστώ
ωτακουστώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, ωτακουστώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ωρύομαι στα ιταλικά - urlo, ruggire, ruggito, boato, urlare, gridare, grido, ...
- ωστόσο στα ιταλικά - ancora, tuttavia, nondimeno, nonostante, però, comunque, ma, ...
- ωφέλεια στα ιταλικά - profitto, vantaggio, guadagno, profittare, utile, utilità, beneficio, ...
- ωφέλιμος στα ιταλικά - benefico, utile, utili
Τυχαίες λέξεις
Ωτακουστώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: origliare, udire, overhear, udire per caso
Μεταφράσεις: origliare, udire, overhear, udire per caso