Ωτακουστώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: ωτακουστώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afluisteren, overhear, stelden, stelden ons, meeluisteren
Ωτακουστώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωτακουστώ

ωτακουστώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ωτακουστώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ωρύομαι στα ολλανδικά - daveren, bulderen, loeien, brullen, gillen, schreeuw, krijsen, ...
  • ωστόσο στα ολλανδικά - echter, niettemin, desondanks, maar, toch, nog, evenwel, ...
  • ωφέλεια στα ολλανδικά - gewin, winst, pré, verdienste, voordeel, baat, utility, ...
  • ωφέλιμος στα ολλανδικά - gezond, nuttig, bruikbaar, nuttige, handig, bruikbare
Τυχαίες λέξεις
Ωτακουστώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afluisteren, overhear, stelden, stelden ons, meeluisteren