Όψιμος στα ιταλικά

Μετάφραση: όψιμος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tardivo, tardo, tardi, in ritardo, tarda, a tarda
Όψιμος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όψιμος

όψιμος υπογοναδισμός, όψιμος ετυμολογία, όψιμος σημαίνει, βασίλης όψιμος, όψιμος αγγλικα, όψιμος λεξικό γλώσσας ιταλικά, όψιμος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • όχλος στα ιταλικά - massa, turba, plebe, folla, plebaglia, mob, mafia
  • όψη στα ιταλικά - prospettiva, veduta, visuale, vista, apparenza, aspetto, visione, ...
  • ύδωρ στα ιταλικά - orina, acqua, innaffiare, annaffiare, irrigare, urina, dell'acqua, ...
  • ύλη στα ιταλικά - caso, fatto, faccenda, materiale, stoffa, tessuto, materia, ...
Τυχαίες λέξεις
Όψιμος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: tardivo, tardo, tardi, in ritardo, tarda, a tarda