Απατηλός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: απατηλός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праўдападобны, стварае праўдападобны
Απατηλός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απατηλός

απατηλός συνώνυμο, απατηλός συνόνυμα, απατηλός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, απατηλός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • απασχόληση στα λευκορωσικά - спажытак, страва, харчы, ежа, спажыва, харчаванне, пажытак, ...
  • απατεώνας στα λευκορωσικά - аферыст
  • απείθεια στα λευκορωσικά - непаслушэнства, непаслухмянасць, непаслухмянасьць, непаслушнасьць, гэтага непаслушэнства
  • απεγνωσμένος στα λευκορωσικά - адчайны, роспачны, страшэнны, адчайнадушнае
Τυχαίες λέξεις
Απατηλός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: праўдападобны, стварае праўдападобны