Εξοπλίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εξοπλίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
машына, ўстаноўка, ўсталёўка, усталёўка, устаноўка
Εξοπλίζω στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοπλίζω

εξοπλίζω συνώνυμα, εξοπλίζω english, εξοπλίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εξοπλίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εξομολόγηση στα λευκορωσικά - прызнанне, прызнаньне
  • εξονυχιστικός στα λευκορωσικά - абавязковы, пільны, дбайны, старанны, дасканалы, дакладны
  • εξοπλισμός στα λευκορωσικά - абсталяванне, абсталяваньне
  • εξορία στα λευκορωσικά - спасылка, спасылка Калі
Τυχαίες λέξεις
Εξοπλίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: машына, ўстаноўка, ўсталёўка, усталёўка, устаноўка