Εξοπλίζω στα σουηδικά
Μετάφραση: εξοπλίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rigg, riggen, rig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξοπλίζω
εξοπλίζω συνώνυμα, εξοπλίζω english, εξοπλίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, εξοπλίζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εξομολόγηση στα σουηδικά - bikt, bekännelse, bikten, erkännande, bekännelsen
- εξονυχιστικός στα σουηδικά - grundlig, noggrann, ingående, grundligt, grundliga
- εξοπλισμός στα σουηδικά - utrusta, utrustning, utrustningen, maskiner, maskin
- εξορία στα σουηδικά - exil, landsflykt, exilen, i exil
Τυχαίες λέξεις
Εξοπλίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: rigg, riggen, rig
Μεταφράσεις: rigg, riggen, rig