Καταβρέχω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: καταβρέχω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
расол, рассол
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταβρέχω
καταβρέχω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καταβρέχω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- καταβάλλω στα λευκορωσικά - душыць, падаўляць, прыгнятаць
- καταβεβλημένος στα λευκορωσικά - змардаваны, змучаны, зняможаны, стомлены
- καταβροχθίζω στα λευκορωσικά - пажыраць, жэрці, пажыраць мяне, зжыраць
- καταγγέλλω στα λευκορωσικά - вінаваціць, абвінавачваць
Τυχαίες λέξεις
Καταβρέχω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: расол, рассол
Μεταφράσεις: расол, рассол