Καταβρέχω στα λιθουανικά

Μετάφραση: καταβρέχω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lašėti, slėgtainis, marinuota silkė, pasigėrimas, pikiravimas, marinuota mėsa
Καταβρέχω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταβρέχω

καταβρέχω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καταβρέχω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καταβάλλω στα λιθουανικά - nugalėti, užvaldyti, priblokšti, įveikti, įveiktų, apveikti
  • καταβεβλημένος στα λιθουανικά - išvargęs, išsekintas, išsekęs, Haggard, Wybiedzony
  • καταβροχθίζω στα λιθουανικά - ryti, čepsėti, burbuliuoti, šlemšti, šlamšti, bambėti
  • καταγγέλλω στα λιθουανικά - patraukti atsakomybėn, Pritraukti, Inkryminować, Pasmerkti, kaltinti
Τυχαίες λέξεις
Καταβρέχω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: lašėti, slėgtainis, marinuota silkė, pasigėrimas, pikiravimas, marinuota mėsa