Καταπατητής στα λευκορωσικά

Μετάφραση: καταπατητής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скваттер
Καταπατητής στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταπατητής

καταπατητής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καταπατητής στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • καταπίεση στα λευκορωσικά - прыгнёт, прыгнечанне, прыгнечаньне, пра нашыя
  • καταπίνω στα λευκορωσικά - ластаука, глынаць, глытаць, глытаў
  • καταπιεστικός στα λευκορωσικά - заўзяты, заядлы, зацяты, заядлый
  • καταπληκτικός στα λευκορωσικά - дзіўны
Τυχαίες λέξεις
Καταπατητής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: скваттер