Μοιρολογώ στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μοιρολογώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аплакваць, плакаць
Μοιρολογώ στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοιρολογώ

μοιρολογώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μοιρολογώ στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μοιρολατρία στα λευκορωσικά - фаталізм
  • μοιρολατρικός στα λευκορωσικά - фаталістычныя
  • μοιρολόι στα λευκορωσικά - паніхіда
  • μοιχεία στα λευκορωσικά - пералюб, пралюбадзейства, распусту, пералюбства, целапажадлівасць
Τυχαίες λέξεις
Μοιρολογώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: аплакваць, плакаць