Μοιρολογώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: μοιρολογώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кульгавість, оплакувати, за ним голосити, ним голосити, оплакуватиме, голосити
Μοιρολογώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοιρολογώ

μοιρολογώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μοιρολογώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μοιρολατρία στα ουκρανικά - фаталізм, фаталізму
  • μοιρολατρικός στα ουκρανικά - фаталістичний, фаталістичним
  • μοιρολόι στα ουκρανικά - панахида, панахиду
  • μοιχεία στα ουκρανικά - адюльтер, перелюбство, перелюб, перелюбу
Τυχαίες λέξεις
Μοιρολογώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кульгавість, оплакувати, за ним голосити, ним голосити, оплакуватиме, голосити