Μολυσματικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μολυσματικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інфекцыйны
Μολυσματικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μολυσματικός

μολυσματικη τέρμινθος, μολυσματικός εκφυλισμός, μολυσματικός εκφυλισμός αμπέλου, μολυσματικός συνώνυμα, μολυσματικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μολυσματικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μολονότι στα λευκορωσικά - хоць, хаця
  • μολυβής στα λευκορωσικά - мярцвяна, змярцвела, мёртва, смяротна, мярцвяны
  • μολύβι στα λευκορωσικά - аловак, карандаш
  • μολύνω στα λευκορωσικά - заражаць
Τυχαίες λέξεις
Μολυσματικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: інфекцыйны