Πουκάμισο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: πουκάμισο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кашуля, рубашка, сарочка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πουκάμισο
πουκάμισο τζιν, πουκάμισο αδειανό, πουκάμισο με καρδούλες, πουκάμισο γυναικείο, πουκάμισο φιδιού, πουκάμισο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πουκάμισο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ποτό στα λευκορωσικά - пiць, напой, напітак
- που στα λευκορωσικά - цi, або, дзе, где, дзесьці
- πουλάρι στα λευκορωσικά - жарабя, жарабятка, жарабё, жарэбчык, маладое жарабя
- πουλί στα λευκορωσικά - дачка, птушка
Τυχαίες λέξεις
Πουκάμισο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: кашуля, рубашка, сарочка
Μεταφράσεις: кашуля, рубашка, сарочка