Πουκάμισο στα ουκρανικά

Μετάφραση: πουκάμισο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сорочка, рубашка
Πουκάμισο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πουκάμισο

πουκάμισο τζιν, πουκάμισο αδειανό, πουκάμισο με καρδούλες, πουκάμισο γυναικείο, πουκάμισο φιδιού, πουκάμισο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πουκάμισο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ποτό στα ουκρανικά - готувати, питво, варити, випити, заварка, вариво, напій, ...
  • που στα ουκρανικά - що, котрий, це, звідки, та, те, то, ...
  • πουλάρι στα ουκρανικά - лоша, жеребитися, осля, кольт, верблюденя, лошатко, жеребенок, ...
  • πουλί στα ουκρανικά - птиця, вразити, пташка, уразити, волан, птахів, птах, ...
Τυχαίες λέξεις
Πουκάμισο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сорочка, рубашка