Απεικονίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: απεικονίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atvaizduoti, apibūdinti, vaizduoti, pavaizduoti, vaizduoja, vaizdavo, perteikti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεικονίζω
απεικονίζω αγγλικα, απεικονίζω δεδομένα με ραβδόγραμμα ή εικονόγραμμα, απεικονίζω συνώνυμο, απεικονίζω στα αγγλικά, απεικονίζω συνώνυμα, απεικονίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, απεικονίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- απείθεια στα λιθουανικά - nepaklusnumas, neklusnumas, nepaklusnumo, nepaklusnumą, neklusnumu
- απεγνωσμένος στα λιθουανικά - beviltiškas, beviltiška, beviltiškai, desperatiškai
- απεικόνιση στα λιθουανικά - portretas, atvaizdas, vaizdavimas, vaizdavimo, pavaizdavimas, paveikslas
- απειλή στα λιθουανικά - grėsmė, grėsmę, grėsmės, pavojus, grėsme
Τυχαίες λέξεις
Απεικονίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atvaizduoti, apibūdinti, vaizduoti, pavaizduoti, vaizduoja, vaizdavo, perteikti
Μεταφράσεις: atvaizduoti, apibūdinti, vaizduoti, pavaizduoti, vaizduoja, vaizdavo, perteikti