Εκπαιδεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: εκπαιδεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
traukinys, mokyti, dresiruoti, auklėti, šviesti, ugdyti, lavinti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπαιδεύω
εκπαιδεύω ετυμολογία, εκπαιδεύω συνώνυμα, εκπαιδεύω αγγλικά, εκπαιδεύω και εκπαιδεύομαι, εκπαιδεύω στα αγγλικα, εκπαιδεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εκπαιδεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εκπαιδευτικός στα λιθουανικά - mokymo, švietimo, ugdymo, išsilavinimo, mokymosi
- εκπαιδευόμενος στα λιθουανικά - praktikantas, stažuotojas, apmokomas, stažuotojų, stažuotoja
- εκπαρθένευση στα λιθουανικά - ekparthenefsi
- εκπλήσσω στα λιθουανικά - staigmena, siurprizas, nustebinti, netikėtumas, nuostaba
Τυχαίες λέξεις
Εκπαιδεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: traukinys, mokyti, dresiruoti, auklėti, šviesti, ugdyti, lavinti
Μεταφράσεις: traukinys, mokyti, dresiruoti, auklėti, šviesti, ugdyti, lavinti