Καλαφατίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: καλαφατίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkamšyti, Doszczelniać, užtaisyti, Ķitēt, caulk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλαφατίζω
καλαφατίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καλαφατίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καλαμιές στα λιθουανικά - nendrės, nendrių, nendr, nendres, nendrynai
- καλαμπόκι στα λιθουανικά - kukurūzas, kukurūzai, javai, kukurūzų, corn, grūdai
- καλεσμένος στα λιθουανικά - svečias, Svečių, Guest, Viešbučio, svečiams
- καλκάνι στα λιθουανικά - otas, otai, otus, paprastųjų otų, paprastieji otai
Τυχαίες λέξεις
Καλαφατίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: užkamšyti, Doszczelniać, užtaisyti, Ķitēt, caulk
Μεταφράσεις: užkamšyti, Doszczelniać, užtaisyti, Ķitēt, caulk