Καταστατικό στα λιθουανικά

Μετάφραση: καταστατικό, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įstatai, įstatuose, įstatus, įstatais, įstatų
Καταστατικό στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταστατικό

καταστατικό εταιρείας, καταστατικό συριζα, καταστατικό τράπεζας της ελλάδος, καταστατικό οε, καταστατικό κκε, καταστατικό λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καταστατικό στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καταστέλλω στα λιθουανικά - nuslopinti, slopinti, malšinti, suvaldyti, numalšinti
  • καταστολή στα λιθουανικά - represija, represijos, represijų, represijas, represijomis
  • καταστρέφω στα λιθουανικά - suskaldyti, sugriauti, Uostas, Zeszpecić, Deflorēt, Atimti dziewictwa, Laupīt nekaltumą
Τυχαίες λέξεις
Καταστατικό στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įstatai, įstatuose, įstatus, įstatais, įstatų