Πέταγμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: πέταγμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sviesti, skraidantis, plaukioja, skraidina, plaukiojantiems, plaukiojančių
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πέταγμα
πέταγμα πεταλούδας, πέταγμα χαρταετού έθιμο, πέταγμα αριστερού ματιού, πέταγμα χαρταετού, πέταγμα ματιού, πέταγμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πέταγμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πέρδικα στα λιθουανικά - kurapka, kurapkos, keklikas, kurapkų
- πέστροφα στα λιθουανικά - upėtakis, upėtakiai, upėtakių, upėtakius, trout
- πέτο στα λιθουανικά - atvartas, atlapas, atlošas, apykaklės, atlanka
- πέτρα στα λιθουανικά - akmuo, rokenrolas, brangakmenis, uola, akmens, akmenys, akmenų, ...
Τυχαίες λέξεις
Πέταγμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sviesti, skraidantis, plaukioja, skraidina, plaukiojantiems, plaukiojančių
Μεταφράσεις: sviesti, skraidantis, plaukioja, skraidina, plaukiojantiems, plaukiojančių