Παρεμβάλλω στα λιθουανικά

Μετάφραση: παρεμβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
interject, nawiasowo, Wtrącić, įsikišti, Pažymėti nawiasowo
Παρεμβάλλω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρεμβάλλω

προβάλλω συνώνυμα, περιβάλλω λεξικό, παρεμβάλλω συνωνυμο, παρεμβάλλω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παρεμβάλλω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • παρεκτροπή στα λιθουανικά - pramoga, nukrypimas, nuokrypis, nuokrypį, nukrypimo
  • παρελθόν στα λιθουανικά - praeitis, ankstesnis, pro, vartininka, staigų, vartininkui
  • παρεμβαίνω στα λιθουανικά - įsikišti, bylą, kištis, įstoti
  • παρεμβολή στα λιθουανικά - kliuvinys, trukdžiai, trikdžiai, kišimasis, trukdžių, trikdžių
Τυχαίες λέξεις
Παρεμβάλλω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: interject, nawiasowo, Wtrącić, įsikišti, Pažymėti nawiasowo