Προσκύνημα στα λιθουανικά
Μετάφραση: προσκύνημα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kelionė, piligrimystės, piligrimystė, lankoma, piligriminė kelionė
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσκύνημα
προσκύνημα στο άγιο όρος, προσκύνημα αγγλικά, προσκύνημα ξαρχάκος, προσκύνημα στους αγίους τόπους, προσκύνημα στην τήνο, προσκύνημα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προσκύνημα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- προσκυνητής στα λιθουανικά - piligrimas, Pilgrim, Keliaujanti, keliaujančioji
- προσκόλληση στα λιθουανικά - ištikimybė, sukibimas, laikymasis, laikytis, laikomasi
- προσοχή στα λιθουανικά - globa, atidumas, dėmesys, priežiūra, dėmesio, dėmesį
- προσπάθεια στα λιθουανικά - įsakymas, žygis, pastangos, pastanga, kampanija, bandymas, pastangų, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσκύνημα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kelionė, piligrimystės, piligrimystė, lankoma, piligriminė kelionė
Μεταφράσεις: kelionė, piligrimystės, piligrimystė, lankoma, piligriminė kelionė