Προσκύνημα στα πολωνικά

Μετάφραση: προσκύνημα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wędrówka, pielgrzymka, pielgrzymki, pielgrzymek, pielgrzymkowy, pielgrzymkę
Προσκύνημα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσκύνημα

προσκύνημα στο άγιο όρος, προσκύνημα αγγλικά, προσκύνημα ξαρχάκος, προσκύνημα στους αγίους τόπους, προσκύνημα στην τήνο, προσκύνημα λεξικό γλώσσας πολωνικά, προσκύνημα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • προσκυνητής στα πολωνικά - wędrowiec, pątnik, pielgrzym, pielgrzymem, pielgrzymujący, pielgrzyma, pilgrim
  • προσκόλληση στα πολωνικά - przyleganie, adhezja, przywieranie, wierność, przyczepność, zrost, przynależność, ...
  • προσοχή στα πολωνικά - uprzejmość, troska, roztropność, areszt, baczność, grzeczność, ostrożność, ...
  • προσπάθεια στα πολωνικά - stawka, licytowanie, atakować, ofiarować, napad, usiłowanie, wyczyn, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσκύνημα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wędrówka, pielgrzymka, pielgrzymki, pielgrzymek, pielgrzymkowy, pielgrzymkę