Συντονίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: συντονίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
koordinuoti, koordinuoja, derinti, koordinačių, suderinti
Συντονίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντονίζω

συντονίζω συνώνυμο, συντονίζω english, συντονίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συντονίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συντομία στα λιθουανικά - trapumas, mažumas, dusulys, oro trūkumas, paviršutinis
  • συντομεύω στα λιθουανικά - sutrumpinti, siaurinti, atimti, Okroić, Apsiriboti
  • συντονισμός στα λιθουανικά - koordinavimas, koordinavimo, koordinavimą, koordinuoti, derinimas
  • συντρίβω στα λιθουανικά - brūkšnys, šliuksėti, žlegsėti, žlegsėjimas, žliugsėti, žliugsėjimas
Τυχαίες λέξεις
Συντονίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: koordinuoti, koordinuoja, derinti, koordinačių, suderinti