Τσούρμο στα λιθουανικά
Μετάφραση: τσούρμο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jaunikliai, vedimas, perų, perai, mąstyti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσούρμο
τσούρμο συνώνυμα, το τσούρμο, τσούρμο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τσούρμο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τσουλούφι στα λιθουανικά - gniužulas, gniūžtė, kuokštas, Powrósło, kas nors nežymaus
- τσουχτερός στα λιθουανικά - žvarbus, šaltas, kandus, duriantis, Dzēlīgs
- τσόκαρο στα λιθουανικά - medpadis, Pattenas, Patten, Bazė kolonos, medinė klumpė
- τσόντα στα λιθουανικά - pornografija, įsiuvas, įsiuvu, klin, Kampainio iš, klostė
Τυχαίες λέξεις
Τσούρμο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: jaunikliai, vedimas, perų, perai, mąstyti
Μεταφράσεις: jaunikliai, vedimas, perų, perai, mąstyti