Τσούρμο στα ολλανδικά
Μετάφραση: τσούρμο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroost, broeden, broedsel, gebroed, Brood
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσούρμο
τσούρμο συνώνυμα, το τσούρμο, τσούρμο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τσούρμο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τσουλούφι στα ολλανδικά - sliert, bosje, WISP, plukje
- τσουχτερός στα ολλανδικά - vinnig, smoren, nipping, happen, nipt
- τσόκαρο στα ολλανδικά - dichten, dichtmaken, stoppen, toestoppen, volstoppen, verstoppen, voet van pilaar, ...
- τσόντα στα ολλανδικά - spie, geer, kruisje, gusset, hoekplaat
Τυχαίες λέξεις
Τσούρμο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kroost, broeden, broedsel, gebroed, Brood
Μεταφράσεις: kroost, broeden, broedsel, gebroed, Brood