Άμπωτη στα ολλανδικά
Μετάφραση: άμπωτη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eb, ebbe, pitje, ebb, eb-
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμπωτη
άμπωτη ονειροκρίτης, η άμπωτη, άμπωτη και πλημμυρίδα, άμπωτη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άμπωτη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- άμμος στα ολλανδικά - gravel, gruis, grind, steengruis, zand, het zand
- άμορφος στα ολλανδικά - amorf, vormloos, vormloze, vormeloze, vormeloos, woest
- άμυαλος στα ολλανδικά - hersenloos, hersenloze, brainless, hersenlooze, onbezonnen
- άμυλο στα ολλανδικά - zetmeel, stijfsel, zetmeelgehalte, van zetmeel, een zetmeelgehalte
Τυχαίες λέξεις
Άμπωτη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eb, ebbe, pitje, ebb, eb-
Μεταφράσεις: eb, ebbe, pitje, ebb, eb-