Άσφαλτος στα ολλανδικά
Μετάφραση: άσφαλτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
asfalt, asphalt, geasfalteerde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άσφαλτος
άσφαλτος ετυμολογία, άσφαλτος μπαμπινιώτης, άσφαλτος 50/70, διακοσμητική άσφαλτοσ, άσφαλτος τιμή, άσφαλτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άσφαλτος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- άστατος στα ολλανδικά - wispelturig, grillig, wispelturige, grillige, veranderlijke
- άσυλο στα ολλανδικά - toevluchtsoort, schuilplaats, vluchtheuvel, toevluchtsgebied, toevluchtsoord, asiel, asiel-, ...
- άσχετος στα ολλανδικά - irrelevant, irrelevante, niet relevant, relevant, onbelangrijk
- άσχημα στα ολλανδικά - slecht, slechte, bad, erg, kwaad
Τυχαίες λέξεις
Άσφαλτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: asfalt, asphalt, geasfalteerde
Μεταφράσεις: asfalt, asphalt, geasfalteerde