Άσχετος στα ολλανδικά

Μετάφραση: άσχετος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
irrelevant, irrelevante, niet relevant, relevant, onbelangrijk
Άσχετος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άσχετος

άσχετος συνώνυμα, άσχετος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άσχετος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άσυλο στα ολλανδικά - toevluchtsoort, schuilplaats, vluchtheuvel, toevluchtsgebied, toevluchtsoord, asiel, asiel-, ...
  • άσφαλτος στα ολλανδικά - asfalt, asphalt, geasfalteerde
  • άσχημα στα ολλανδικά - slecht, slechte, bad, erg, kwaad
  • άσχημος στα ολλανδικά - nors, stuurs, afgrijselijk, bars, laag, zuur, lelijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Άσχετος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: irrelevant, irrelevante, niet relevant, relevant, onbelangrijk