Άφησα στα ολλανδικά

Μετάφραση: άφησα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
links, linker, laten, laat, laten we, te laten, liet
Άφησα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άφησα

άφησα ένα δάκρυ μου στην πόρτα σου, άφησα να μην ξέρω κική δημουλά, άφησα να μην ξέρω, άφησα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άφησα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άτυχος στα ολλανδικά - ongelukkig, pech, ongelukkige, de pech, ongeluk
  • άφεση στα ολλανδικά - vrijspraak, ontslaan, royeren, absolutie, ontzetten, ontslag, vergeving, ...
  • άφθονα στα ολλανδικά - ruimschoots, rijkelijk, overvloedig, overvloed, overvloediger
  • άφθονος στα ολλανδικά - genoeg, uitgebreid, copieus, drinker, vrij, basta, breedvoerig, ...
Τυχαίες λέξεις
Άφησα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: links, linker, laten, laat, laten we, te laten, liet