Άφησα στα ουκρανικά

Μετάφραση: άφησα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відставання, дозволяти, дозволятиме, дозволятимуть, дозволити
Άφησα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άφησα

άφησα ένα δάκρυ μου στην πόρτα σου, άφησα να μην ξέρω κική δημουλά, άφησα να μην ξέρω, άφησα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άφησα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • άτυχος στα ουκρανικά - сердешний, невдачливий, нещасливий, нещасний, нещаслива, нещасливо
  • άφεση στα ουκρανικά - виправдання, погашення, прощення, виконати, визволення, звільнення, демобілізований, ...
  • άφθονα στα ουκρανικά - рясно, оболонь, щедро
  • άφθονος στα ουκρανικά - достатній, солодкий, рясний, багато, переобтяжений, просторий, повний, ...
Τυχαίες λέξεις
Άφησα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відставання, дозволяти, дозволятиме, дозволятимуть, дозволити