Ένα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ένα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
men, één, je, 'n, een, van een, de
Ένα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένα

ένα μέλισσες στίχοι, ένα βότσαλο στη λίμνη, ένα το χελιδόνι, ένα πραγματικό τερασ το μηχάνημα που εξαφανίζει ολόκληρα δάση σε λίγες ώρες (βίντεο), ένα αστέρι γεννιέται, ένα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ένα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έμφαση στα ολλανδικά - nadruk, klem, klemtoon, de nadruk, aandacht, accent
  • έμψυχος στα ολλανδικά - bezielen, verlevendigen, bezield, animeren, animatie
  • έναρθρος στα ολλανδικά - welbespraakt, welsprekendheid
  • έναρξη στα ολλανδικά - kwel, begin, bron, herkomst, intrede, aanhef, welput, ...
Τυχαίες λέξεις
Ένα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: men, één, je, 'n, een, van een, de