Ένα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ένα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
um, uma, de um, a, de
Ένα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένα

ένα μέλισσες στίχοι, ένα βότσαλο στη λίμνη, ένα το χελιδόνι, ένα πραγματικό τερασ το μηχάνημα που εξαφανίζει ολόκληρα δάση σε λίγες ώρες (βίντεο), ένα αστέρι γεννιέται, ένα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ένα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έμφαση στα πορτογαλικά - emoção, ênfase, destaque, tónica, a ênfase, importância
  • έμψυχος στα πορτογαλικά - animar, animado, animam, animados, animá
  • έναρθρος στα πορτογαλικά - articular, articulateness, expressividade, poder de articulação
  • έναρξη στα πορτογαλικά - começo, cometo, procedência, nascente, princípio, manancial, origem, ...
Τυχαίες λέξεις
Ένα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: um, uma, de um, a, de