Αγαπώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγαπώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
liefhebben, beminnen, min, affectie, liefde, houden van, houd van, houden
Αγαπώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγαπώ

αγαπώ μια πιτσιρίκα στιχοι, αγαπώ ζωγράφου, αγαπώ αντέχω, αγαπώ θα πει χάνομαι καζαντζάκης, αγαπώ τον άλιμο, αγαπώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγαπώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγαπημένος στα ολλανδικά - geacht, bemind, dierbaar, lief, duur, uitverkoren, prijzig, ...
  • αγαπητός στα ολλανδικά - waardevol, prijzig, duur, gezien, kostbaar, lief, geacht, ...
  • αγγίζω στα ολλανδικά - voeling, bewegen, aanraking, aanslag, beïnvloeden, ontroeren, treffen, ...
  • αγγαρεία στα ολλανδικά - piepen, knarsen, arbeiden, karwei, klus, hele klus, behoorlijke inspanning, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγαπώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: liefhebben, beminnen, min, affectie, liefde, houden van, houd van, houden